Μετά τις παγκόσμιες επιτυχίες του «Γκοτζίλα» (2014) και «Kong: Η νήσος του κρανίου» (2017), έρχεται το επόμενο, σαρωτικό κεφάλαιο αναβίωσης τιτάνιων τεράτων από τη Warner.
Μία επική, εντυπωσιακή περιπέτεια που βάζει τον Γκοτζίλα ενάντια σε μερικά από τα πιο γνωστά τέρατα της ιαπωνικής ποπ κουλτούρας: τη Μόθρα, τον Ρόνταν και τον τρικέφαλο Γκιντόρα. Σκηνοθετεί ο Μάικλ Ντάκερτι (Krampus), ενώ πρωταγωνιστούν οι Μίλι Μπόμπι Μπράουν (Stranger Things), Βέρα Φαρμίγκα (Up in the Air) και Κάιλ Τσάντλερ (Argo).
Σύνοψη
Η Μόναρκ, μια κρυφή ζωολογική ομάδα, έρχεται αντιμέτωπη με τιτάνια τέρατα, συμπεριλαμβανομένου και του Γκοτζίλα, που συγκρούεται με τη Μόθρα, τον Ρόνταν και την απόλυτη νέμεσή του, τον τρικέφαλο Γκιντόρα. Όταν αυτά τα αρχαία τέρατα, που θεωρούνταν απλώς μύθοι, ξυπνήσουν ξανά, θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την απόλυτη κυριαρχία, ακόμα και σε βάρος της ανθρωπότητας.
Μία διαφορετική τιτανομαχία
Με αυτή την ταινία, ο σκηνοθέτης/συν-σεναριογράφος Μάικλ Ντάκερτι συγκεντρώνει μερικά από τα μεγαλύτερα, κακόβουλα τέρατα στη μεγάλη οθόνη σε ένα εντυπωσιακό θέαμα επικών διαστάσεων και μαχών, όπου το μέλλον του πλανήτη εξαρτάται από τη μοίρα των τεράτων και των ανθρώπων.
«Ο Γκοτζίλα έχει μυθική διάσταση» λέει ο σκηνοθέτης. «Οι ταινίες του είναι επικές, απολαυστικές, αλλά κάτω από το χάος και την καταστροφή, οι ταινίες αυτές είναι αλληγορικές. Έτσι τον επινόησαν και τον απεικόνισαν οι Ιάπωνες και νομίζω ότι είναι ένας από τους λόγους που ο Γκοτζίλα έχει αντέξει τόσα χρόνια».
Από την εκρηκτική του αφύπνιση το 1954 μέχρι την επική του αναγέννηση το 2014, ο Γκοτζίλα ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ένα τέρας. Ένας καταστροφέας, ένας σωτήρας, ένα έμβλημα, ένας Βασιλιάς που έχει εξελιχθεί και μεταμορφωθεί μέσα σε δεκαετίες κοινωνικών, πολιτικών και οικολογικών αλλαγών από κινούμενη φυσική καταστροφή μέχρι τον τελευταίο, μοναχικό Σαμουράι στη Γη. «Είναι εμπορικές ταινίες» συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Αλλά είναι γεμάτες μεταφορές. Παρόλο που τα θέματα έχουν αλλάξει μέσα στα χρόνια, σε αφήνουν όλα με το ίδιο μήνυμα: ότι αν πας κόντρα στη φύση, η φύση θα κλωτσήσει».
«Νομίζω ότι είναι ένα εντυπωσιακό κλασικό υπερθέαμα» λέει ο Κάιλ Τσάντλερ, ένας από τους ηθοποιούς της ταινίας. «Ο Μάικ ήρθε με ένα καθηλωτικό θέαμα ενός κόσμου που κατακλύζεται από τιτάνια τέρατα και μια ιστορία που σε κάνει να νοιάζεσαι για το τι συμβαίνει στους ανθρώπους που βρίσκονται στο διάβα τους και με ενθουσιάζει που τους βλέπω να συμπλέκονται. Η μεγάλη μου προσδοκία για την ταινία είναι ότι οι άνθρωποι θα κάθονται στην αίθουσα και θα κοιτάνε ψηλά σ’ αυτόν τον τεράστιο κόσμο και θα πιστεύουν ότι μπορεί πραγματικά να υπάρχει».
«Αυτή η ταινία είναι μία μείξη αλλόκοτων, αρχαίων τεράτων και το κοινό θα νιώσει τη δράση και την περιπέτεια μέσα από γερές δόσεις αδρεναλίνης» λέει η Βέρα Φαρμίγκα, που παίζει στην ταινία. «Είναι σημαντικό να πούμε μία ιστορία που έχει απήχηση και νομίζω ότι η ταινία το έχει αυτό. Γι΄αυτό ο Γκοτζίλα είναι ακόμα μία δυνατή εικόνα. Ρίχνει φως σε πραγματικά θέματα. Υπάρχει κάτι όχι αξιαγάπητο σε ένα τιτάνιο τέρας που μας κάνει να αισθανόμαστε άνθρωποι;».
Κάτι με το οποίο συμφωνεί απόλυτα ο σκηνοθέτης που πριν ακόμα αρχίσει να περπατάει, η εικόνα ενός θρυλικού τέρατος αποτυπώθηκε στο μυαλό του. «Ήταν ένας δεινόσαυρος που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο» αναπολεί ο σκηνοθέτης. «Δεν ήταν καν δεινόσαυρος, ήταν ένα αρχαίο τέρας που τα έβαλε με τον κόσμο. Άρχισα να παθιάζομαι με τον Γκοτζίλα. Τον σχεδίαζα στα τετράδια μου και τον ζωγράφιζα στα βιβλία μου. Ήταν μια παράξενη δικλείδα ασφαλείας για μένα, ήταν δυνατός και σοφός. Οπότε ήταν ένας πολύ καλός μου φίλος για καιρό».
Το δίδυμο των σεναριογράφων είχε την ελευθερία να εξερευνήσει το σύμπαν των τεράτων της ιαπωνικής ποπ κουλτούρας και να ζωντανέψει στη μεγάλη οθόνη τρία από τα πιο δημοφιλή τέρατα: τη Μόθρα, τον Ρόνταν και τον Βασιλιά Γκιντόρα. Έτσι, η ταινία κάνει μία εντυπωσιακή υπέρβαση συμπεριλαμβάνοντας αυτούς τους διαχρονικούς, αγαπημένους χαρακτήρες σε μία πρωτότυπη ιστορία. Ο τρόπος που οι σεναριογράφοι έδεσαν τα τρία τέρατα με τον Γκοτζίλα ήταν οργανικός, δημιουργώντας μία επική περιπέτεια, όπως δεν την έχουμε ξαναδεί. Εκτός από τον πασίγνωστο Γκοτζίλα, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να έρθει κοντά στον τρικέφαλο Γκιντόρα -του οποίου το κάθε κεφάλι έχει τη δική του προσωπικότητα-, στον Ρόνταν με την υπερηχητική ταχύτητα και στην αιθέρια νυχτοπεταλούδα Μόρθα, που συμβολίζει μία τρομαχτική μητρική φιγούρα.
Το ανθρώπινο στοιχείο
Στην ταινία, ανακαλύπτουμε τα μυστικά μιας κρυφής ζωολογικής οργάνωσης, της Μόναρκ. «Η ευκαιρία να εξερευνήσουμε τον μυστικό κόσμο της Μόναρκ ήταν για μας απολαυστική. Όταν μπαίνεις στα εργαστήρια τους και βλέπεις πόσα χρήματα έχουν επενδυθεί, καταλαβαίνεις πόσα συμφέρονται παίζονται. Ο λύκος είναι στην πόρτα και η Μόναρκ είναι η λεπτή γραμμή. Μετά από αυτό, υπάρχει μόνο ο Γκοτζίλα» λέει ο συν-σεναριογράφος Σιλντς.
Για να δώσει ένα ανθρώπινο πρόσωπο σε αυτή την περιπέτεια με πρωταγωνιστές τέρατα, ο σκηνοθέτης συγκέντρωσε ένα καταξιωμένο, διεθνές και πολυπολιτισμικό καστ που υποδύεται τους επιστήμονες, τους στρατιώτες και τους πολίτες που συμμαχούν ενάντια στα τέρατα. «Για να πιστέψετε ότι βλέπετε έναν χρυσό, τρικέφαλο δράκο με δύο ουρές, πρέπει να πειστείτε για τα συναισθήματα των ανθρώπων που τον βλέπουν από το έδαφος και αυτό είναι η δουλειά των ηθοποιών» λέει ο σκηνοθέτης. «Όλοι συνεισφέρουν κάτι μοναδικό και μας παρασύρουν σε μία τρελή περιπέτεια που μοιάζει αληθινή και ανθρώπινη. Είναι καταπληκτικοί άνθρωποι και νιώθω πολύ δυνατός που τους είχα κοντά μου σε αυτή την περιπέτεια».
Η Μπίλι Μπόμπι Μπράουν, το κορίτσι φαινόμενο του τηλεοπτικού Stranger Things ανέλαβε τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, γνωρίζοντας ότι έμπαινε στα βαθιά με ένα μαραθώνιο γύρισμα και έναν σωματικά απαιτητικό ρόλο. «Δέχτηκα την πρόκληση και το λάτρεψα!» λέει η νεαρή ηθοποιός. «Η όλη εμπειρία ήταν συναρπαστική. Οι σκηνές δράσης ήταν απολαυστικές. Όλα ήταν σε μεγαλύτερη κλίμακα από αυτή που έχω συνηθίσει και ποτέ δεν περίμενα ότι θα συνεργαζόμουν με αυτούς τους ηθοποιούς».
Ο Κάιλι Τσάντλερ και η Βέρα Φαρμίγκα υποδύονται τους αποξενωμένους γονείς της Μπράουν. «Περάσαμε τέλεια» λέει ο Τσάντλερ. «Υπέροχοι ηθοποιοί και φοβερό συνεργείο. Απολαύσαμε την κάθε στιγμή». «Ήταν πολύ εύκολο να νιώσουμε οικεία και να νιώσουμε όπως οι χαρακτήρες» λέει η Φαρμίγκα. «Η Μίλι ήταν σκέτη απόλαυση, συνεχώς τραγούδαγε και χόρευε».
Πίσω και μπροστά από την κάμερα
Το κλίμα στα παρασκήνια αυτής της επικής μάχης με τα τιτάνια τέρατα ήταν πολύ ενδιαφέρον. «Κάναμε όλοι φάρσες μεταξύ μας» παραδέχεται η Μπράουν. «Ο Μάικλ είναι πολύ σοβαρός όταν σκηνοθετεί, αλλά όλο τον υπόλοιπο καιρό είναι ένας μεγάλος φαρσέρ».
Όλα ξεκίνησαν με έναν πλαστικό αρουραίο που έχωσε ο σκηνοθέτης στο ψυγείο της νεαρής πρωταγωνίστριας, η οποία στη συνέχεια τον έβαλε στην τσάντα της Φαρμίγκα, που με τη σειρά της έβαλε στο τρέιλερ του Τσάντλερ. «Έτσι ξεκίνησε ένας ολόκληρος πόλεμος» αποκαλύπτει η Μπράουν.
«Δεν πέρασε μέρα που να μην ανοίξω το ψυγείο και να βρω χιλιάδες χρωματιστές μπάλες ή έναν αρουραίο ή κάποια άλλη έκπληξη» γελάει η Φαρμίγκα. «Αυτή ήταν ίσως η πιο μεγάλη ταινία στην οποία έχω συμμετάσχει και ήταν μεγάλη απόλαυση χάρη στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα».
Τα γεγονότα κλιμακώθηκαν, μέτωπα συγκροτήθηκαν και η Φαρμίγκα άντεχε μέχρι που μια μέρα άνοιξε την πόρτα και μία κούκλα του κοριτσιού από τον Εξορκιστή έπεσε στο κεφάλι της. Η Μπράουν θυμάται: «Ο σκύλος της γάβγιζε σ’ αυτό το πράγμα και όταν η Βέρα άνοιξε την πόρτα, της έπεσε στο κεφάλι και ούρλιαξε! Το έβγαλα βίντεο! Ήταν κακή φάρσα, αλλά τόσο αστεία».
Η Μπράουν δεν είχε δει ταινία του Γκοτζίλα όταν πήρε τον ρόλο. «Αλλά είχα τον καλύτερο δάσκαλο. Ο Μάικλ είναι ένας μεγάλος Γκοτζίλα και ξέρει τα πάντα για τα τέρατα. Είδα τις ταινίες και μου έκανε εντύπωση πόσο έντονες ήταν. Σέβομαι πραγματικά αυτή την απίθανη δουλειά που κάνουν για να πιστέψουμε ότι υπάρχουν αυτά τα τέρατα. Αυτό μας ενέπνευσε να κάνουμε αυτή την ταινία».
«Οι δημιουργοί του κλασικού Γκοτζίλα έκαναν επανάσταση στα ειδικά εφέ με τη δεξιοτεχνία τους και τις πρωτοποριακές τεχνικές τους, αλλά ήταν σίγουρα περιορισμένοι εξαιτίας της τεχνολογίας της εποχής εκείνης» επισημαίνει ο σκηνοθέτης. «Όταν είσαι παιδί και βλέπεις τις ταινίες του Γκοτζίλα, δεν το νιώθεις αυτό. Βλέπεις τη σύλληψη και την ιδέα πίσω από τους τύπους με τα λαστιχένια κουστούμια και τα σκηνικά μινιατούρες που καταστρέφονται. Η ιδέα ότι βλέπεις αρχαίες θεότητες και μυθολογικά τέρατα να πολεμούν για την κυριαρχία ήταν πάντα εκεί. Η πρόθεση ήταν να αποδώσω αυτή την αίσθηση ρεαλισμού. Τώρα, χάρη στα σύγχρονα οπτικά εφέ, έχουμε την ίδια ιδέα, το ίδιο συναίσθημα και πνεύμα με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί» συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Βλέπουμε τα τέρατα όπως πρέπει και καταλαβαίνουμε ότι είναι περίπλοκοι χαρακτήρες. Δεν μιλάνε όπως οι άνθρωποι, αλλά καταλαβαίνουμε ότι έχουν ψυχή. Είναι απόλαυση και τιμή να μπορούμε να το κάνουμε αυτό».
Φυσικά, ο σκηνοθέτης ένιωσε πίεση που έκανε μία ταινία για έναν αγαπημένο ήρωα 65 χρόνια τώρα. «Μιλάμε για ταινίες που έχουν γίνει μέσα σε πολλές δεκαετίες, για έναν χαρακτήρα που είναι διάσημος παγκοσμίως. Έναν χαρακτήρα που ξέρω και αγαπώ βαθιά» εξηγεί. «Οπότε, είναι μεγάλη ευθύνη. Είναι σημαντικό να γίνει σωστά για τους χαρακτήρες, τους δημιουργούς, τους θαυμαστές και τη νέα γενιά των παιδιών που ανακαλύπτουν τα τέρατα αυτά για πρώτη φορά».